καταπύγων — καταπύγων, ὁ, ἡ, ουδ. τὸ κατάπυγον (Α) 1. αυτός που επιδίδεται σε παρά φύσιν συνουσία, αισχρός, ασελγής 2. (στους αττ. συγγραφείς) ο μέσος δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύγων (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. παγκατα πύγων] … Dictionary of Greek
καταπύγων — κατάπυγος masc/fem/neut gen pl καταπύγων given to unnatural lust masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπύγονα — καταπύγων given to unnatural lust masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπύγονας — καταπύγων given to unnatural lust masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπύγονος — καταπύγων given to unnatural lust masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BATALUS — tibicen lascivus, primum omnium calceis femineis in scena usus est, artemque tibiarum omni mollitie depravavit, a quo dissolutos et parum viros Batalos vocant; tale fuit Demostheni cognomen, teste Cael. Rhodig. l. 5. c. 13. Libamus, Ι῾ςτόρηται… … Hofmann J. Lexicon universale
κατάπρωκτος — κατάπρωκτος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρωκτός] … Dictionary of Greek
κατάπυγος — κατάπυγος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί πυγος, καλλί πυγος] … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
καταπυγόσυνος — καταπυγόσυνος, η, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ όσυνος: ευφροσύνη] … Dictionary of Greek
λα- — (Α) προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα ) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα κατάρατος λα καταπύγων, λα πτυήρ, λα φονοι, λά μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ) κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι … Dictionary of Greek