καταπύγων

καταπύγων
καταπῡγ-ων, ονος, , , neut.
A

κατάπυγον Ar. V.687

: ([etym.] πυγή):—given to unnatural lust: generally, lecherous, lewd, Id.Ach.79,al., Luc.Tim.22, Alciphr.3.45, etc.;

ὦ κατάπυγον Ar.Th. 200

.--The oblique cases are sts. wrongly written -πύγωνος, cf. Hdn. Gr.2.725: irreg. [comp] Comp. -πυγωνέστερος (metri gr.) Ar.Lys.776.
II in [dialect] Att., the middle finger (used in an obscene gesture), Poll.2.184.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπύγων — καταπύγων, ὁ, ἡ, ουδ. τὸ κατάπυγον (Α) 1. αυτός που επιδίδεται σε παρά φύσιν συνουσία, αισχρός, ασελγής 2. (στους αττ. συγγραφείς) ο μέσος δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύγων (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. παγκατα πύγων] …   Dictionary of Greek

  • καταπύγων — κατάπυγος masc/fem/neut gen pl καταπύγων given to unnatural lust masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπύγονα — καταπύγων given to unnatural lust masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπύγονας — καταπύγων given to unnatural lust masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπύγονος — καταπύγων given to unnatural lust masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BATALUS — tibicen lascivus, primum omnium calceis femineis in scena usus est, artemque tibiarum omni mollitie depravavit, a quo dissolutos et parum viros Batalos vocant; tale fuit Demostheni cognomen, teste Cael. Rhodig. l. 5. c. 13. Libamus, Ι῾ςτόρηται… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατάπρωκτος — κατάπρωκτος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρωκτός] …   Dictionary of Greek

  • κατάπυγος — κατάπυγος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί πυγος, καλλί πυγος] …   Dictionary of Greek

  • καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • καταπυγόσυνος — καταπυγόσυνος, η, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ όσυνος: ευφροσύνη] …   Dictionary of Greek

  • λα- — (Α) προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα ) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα κατάρατος λα καταπύγων, λα πτυήρ, λα φονοι, λά μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ) κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”